- παρατρέχω
- ΝΜΑαντιπαρέρχομαι, δεν αναφέρω κάτι, παραλείπω, παραβλέπω, παρασιωπώ κάτι («παρατρέχω όλα τα επουσιώδη και έρχομαι στα πιο σημαντικά»νεοελλ.1. ανταγωνίζομαι με κάποιον στον δρόμο, παραβγαίνω στο τρέξιμο2. τρέχω υπερβολικά, κάνω πολλούς δρόμους, τρέχω πάρα πολύ («παράτρεξα σήμερα, γιατί είχα πολλές δουλειές»)3. (το αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) παρατρεχάμενος, -ηα) κατώτερος υπηρέτης που χρησιμοποιείται στις εξωτερικές ή στις δύσκολες εργασίεςβ) αυτός που δείχνει προθυμία στο να εξυπηρετεί έναν ισχυρό πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό παράγοντα τρέχοντας διαρκώς πίσω του και υπηρετώντας τον δουλικά, για να έχει την εύνοιά τουμσν.-αρχ.διατρέχω, περνώ ένα διάστημα τρέχοντας («σὺ παρατρέχεις τὴν ὁδὸν πεζός», Πρόδρ.)αρχ.1. περνώ τρέχοντας κοντά ή μπροστά σε κάποιον («τοὺς παρατρέχοντας παρ' οἰκίαν καιομένην ἠκόντιζον», Ξεν.)2. τρέχω δίπλα σε κάποιον, τόν συνοδεύω («χάρις παρατρέχουσα ταῑς συνουσίαις», Ευνάπ.)3. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο («Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον», Ομ. Ιλ.)4. υπερέχω, υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον5. νικώ, υπερνικώ κάτι («παρέδραμε τὰ τότε κακά», Ευρ.)6. ξεπερνώ κάποιον κατά την ευφυία7. προστρέχω κάπου8. ζω, διαβιώνω, διέρχομαι τη ζωή μου («ἑπτά εἰσιν αἱ ἡλικίαι, ἅς παρατρέχει ὁ ἄνθρωπος», Σχόλ. στον Φιλόστρ.)9. μτφ. α) περνώ κάτι επιτροχάδην, πραγματεύομαι με μεγάλη συντομίαβ) συνεκδ. εξετάζω επιπόλαια («παρέργως παρατρέχειν», Δίον. Αλ.)10. περιφρονώ, καταφρονώ11. (στην προστ.) παράτρεχεφύγε12. διαφεύγω, ξεφεύγω, μένω απαρατήρητος13. (για χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («τριῶν ἡμερῶν παραδραμουσῶν», Ηρωδιαν.)14. (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ.) οἱ παρατρέχοντεςυπηρέτες, υπάλληλοι, παρατρεχάμενοι15. (κατά τον Ησύχ.) «παραδεδρόμηκαπαρεμνήσθην».
Dictionary of Greek. 2013.